- προεγχειρίζομαι
- προεγ-χειρίζομαι, in [voice] Pass.,A to be taken in hand already, Heph.Astr.3.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεγχειρίζω — ΜΑ 1. παραδίδω, αναθέτω κάποιον ή κάτι σε κάποιον άλλο εκ τών προτέρων («τὸν χρυσόβουλλον λόγον ὅνπερ ὁ βασιλεὺς αὐτῷ προενεχείρισεν», Άνν. Κομν.) 2. παθ. προεγχειρίζομαι έχει αναληφθεί η διαχείριση μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχειρίζω «παραδίδω … Dictionary of Greek